- λατιφούντιο
- τομεγάλη έγγεια ιδιοκτησία στην αρχαία Ρώμη και αργότερα, καθώς και κατά τους νεώτερους χρόνους και τη σύγχρονη εποχή σε ορισμένες χώρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. latifundium < lati- (< latus) + -fundium (< fundus «τεμάχιο γης»]·
Dictionary of Greek. 2013.